↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το δέος
      γενική του δέους
    αιτιατική το δέος
     κλητική δέος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈðe.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δέ‐ος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέος ουδέτερο, μόνο στον ενικό

  • συναίσθημα φόβου ή σεβασμού και αναγνώρισης της δύναμης και του μεγαλείου μιας υπέρτερης δύναμης

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δεεσ-
ονομαστική τὸ δέος τὰ δέη - δέα
      γενική τοῦ δέους - δέατος τῶν δεῶν
      δοτική τῷ δέει τοῖς δέεσ(ν)
    αιτιατική τὸ δέος τὰ δέη - δέα
     κλητική ! δέος δέη - δέα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δέει
γεν-δοτ τοῖν  δεοῖν
Με επιπλέον τύπους, στη γενική ενικού και στον πληθυντικό.
Πληθυντικοί και σε -α, όπως «χρέος».
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «ἄνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία

δέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwéyos (φόβος) → δείτε και τη λέξη δείδω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέος ουδέτερο

  1. φόβος, τρόμος
  2. σεβασμός

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία

δέος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δέος ουδέτερο