δέος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δέος | ||
γενική | του | δέους | ||
αιτιατική | το | δέος | ||
κλητική | δέος | |||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- δέος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δέος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- το αντίπαλο δέος: μια αντίπαλη δύναμη που είναι εξίσου ισχυρή ώστε να διατηρείται η ισορροπία δυνάμεων
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
συναίσθημα φόβου ή σεβασμού
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
δεεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | δέος | τὰ | δέη - δέα | |
γενική | τοῦ | δέους - δέατος | τῶν | δεῶν | |
δοτική | τῷ | δέει | τοῖς | δέεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | δέος | τὰ | δέη - δέα | |
κλητική ὦ! | δέος | δέη - δέα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δέει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | δεοῖν | |||
Με επιπλέον τύπους, στη γενική ενικού και στον πληθυντικό. Πληθυντικοί και σε -α, όπως «χρέος». | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'βέλος' όπως «ἄνθος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
δέος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dwéyos (φόβος) → δείτε και τη λέξη δείδω
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέος ουδέτερο
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
δέος < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
δέος ουδέτερο
- (ελληνιστική σημασία) έλλειψη
- ※ 4ος αιώνας κε ⌘ Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλίαι M.62.21. στο Patrologiae cursus completus, series graeca, Τόμος 62, Επιμ. Jacques-Paul Migne
- ποία γὰρ ἀνάγκη τὸ ἁρπάζειν, εἰπέ μοι; ποία βία; Πενία, φησὶ, ποιεῖ, καὶ τὸ δέος τῶν ἀναγκαίων.
- ※ 4ος αιώνας κε ⌘ Ιωάννης Χρυσόστομος, Ομιλίαι M.62.21. στο Patrologiae cursus completus, series graeca, Τόμος 62, Επιμ. Jacques-Paul Migne
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «δέος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «δέος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.