teruro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- teruro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teruro | teruroj |
αιτιατική | teruron | terurojn |
teruro (eo)
- ο τρόμος
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | teruro | teruroj |
αιτιατική | teruron | terurojn |
teruro (eo)