πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φόβος οι φόβοι
      γενική του φόβου των φόβων
    αιτιατική τον φόβο τους φόβους
     κλητική φόβε φόβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φόβος αρσενικό

  1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλεί η συνειδητοποίηση ή η φαντασίωση ενός επικείμενου κινδύνου
  2. το δέος απέναντι σε ανώτερες υπερφυσικές δυνάμεις
      φόβος θεού

Συνώνυμα

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φόβος οἱ φόβοι
      γενική τοῦ φόβου τῶν φόβων
      δοτική τῷ φόβ τοῖς φόβοις
    αιτιατική τὸν φόβον τοὺς φόβους
     κλητική ! φόβε φόβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φόβω
γεν-δοτ τοῖν  φόβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
φόβος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *pʰógʷos < θέμα φοβ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος φεβ- που υπάρχει στο φέβομαι: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰógʷos < *bʰegʷ- (φεύγω, το σκάω) [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

φόβος αρσενικό

  1. πανικός, φυγή με πανικό, φόβος
  2. αντικείμενο ή αιτία ενός φόβου

Παράγωγα

επεξεργασία
 ετυμολογικό πεδίο 
φοβ- 

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.