Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φόβος οι φόβοι
      γενική του φόβου των φόβων
    αιτιατική τον φόβο τους φόβους
     κλητική φόβε φόβοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φόβος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φόβος (πανικός)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfo.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φό‐βος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

φόβος αρσενικό

  1. το δυσάρεστο συναίσθημα που προκαλεί η συνειδητοποίηση ή η φαντασίωση ενός επικείμενου κινδύνου
  2. το δέος απέναντι σε ανώτερες υπερφυσικές δυνάμεις
    φόβος θεού

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
φοβ- 

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φόβος οἱ φόβοι
      γενική τοῦ φόβου τῶν φόβων
      δοτική τῷ φόβ τοῖς φόβοις
    αιτιατική τὸν φόβον τοὺς φόβους
     κλητική ! φόβε φόβοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φόβω
γεν-δοτ τοῖν  φόβοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

φόβος < (κληρονομημένο) πρωτοελληνική *pʰógʷos < θέμα φοβ-, μεταπτωτική βαθμίδα θέματος φεβ- που υπάρχει στο φέβομαι: πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰógʷos < *bʰegʷ- (φεύγω, το σκάω) [1]

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

φόβος αρσενικό

  1. πανικός, φυγή με πανικό, φόβος
  2. αντικείμενο ή αιτία ενός φόβου

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
φοβ- 

  ΑναφορέςΕπεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  ΠηγέςΕπεξεργασία