φοβερά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφοβερά < φοβερός
Επίρρημα
επεξεργασίαφοβερά
- εξαιρετικά, τόσο καλά που σχεδόν προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικά
- Έσκισα στο τεστ. Τα πήγα φοβερά
- -Ηταν ωραία εκεί που πήγατε; Περάσατε καλά; -Φοβερά!
- σε μεγάλο βαθμό, πάρα πολύ
- Καλό και όμορφο παιδί, αλλά φοβερά αργόστροφο
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφοβερά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φοβερό