φοβερός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φοβερός < αρχαία ελληνική φοβερός < φόβος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φοβερός, -ή, -ό
- πολυ έντονος, που ενοχλεί, ενοχλητικός, απαράδεκτος
- έκαναν φοβερή φασαρία
- Κόψ' την επιτέλους αυτή τη φοβερή συνήθεια! (π.χ. όταν κάποιος σκαλίζει δημοσίως τη μύτη του)
- Αμάν πια! Είσαι φοβερός!!!
- γενικά το υπερβολικό, υπεράνθρωπα κοπιαστικό
- κατέβαλαν φοβερές προσπάθειες
- που προκαλεί τρόμο ή φόβο, ο τρομακτικός
- φοβερό έγκλημα (αυτό που έχει ανατριχιαστικές ή άλλες παραμέτρους που το καθιστούν πιο φρικιαστικό από άλλα εγκλήματα)
- εξαιρετικά καλός, καταπληκτικός
- Είχαν φοβερή μουσική
- Είναι φοβερό άτομο, τέλειο
Επεξεργασία
- φοβερίζω
- φοβάμαι
- φοβέρα
- φοβερά
- φοβερώς
- φοβέρισμα
- φοβερισμένος
- φοβερισμός
- φοβία
- φοβικός
- φοβισμός
- κλειστοφοβία
- κλειστοφοβικός
- αγοραφοβία
- αγοραφοβικός
- ξενοφοβία
- ξενοφοβικός
- φόβος
- φόβητρο
- φοβίζω
- φοβισμένος
- φοβητσιάρης
- περίφοβος
- εκφοβίζω
- εκφοβισμός
- εκφοβιστικός
- εκφοβισμένος
- φοβιστικός
- φοβητικός
- φοβητσιάρικος
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φοβερός < φόβος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
φοβερός, ά, όν
- τρομακτικός, που φοβίζει,
- φοβερὸν γὰρ μὴ ἅμα τε στερηθῶσι τῆς ἀρχῆς καὶ ἀδύνατοι γένωνται... : εκείνο που τους φόβιζε ήταν πως αν στερούνταν την εξουσία και γίνονταν αδύναμοι...
- τὰ δὲ τῷ πλήθει φοβερὰ θαρσαλέως ὑπομένουσα : υπομένει με θάρρος αυτά που για τον πολύ τον κόσμο είναι φοβερά (Ισοκρ. προς Δημόν. 17)
- οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός :δεν υπήρχε ούτε λόγος αρκετά δεσμευτικός ούτε όρκος αρκετά τρομερός -που να μπορεί να τους φιλιώσει (Θουκ. Πελ. Πόλεμος 3ο, 83)
- τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι : αυτά τα φοβερά που απειλούσαν να πλήξουν την πόλη, που (όλοι) φοβούνταν ως πιθανά να συμβούν στην πόλη (Ξεν. Ελληνικά 1.4.17)
- φοβισμένος, που φοβίζεται, που δειλιάζει, νιωθει φόβο, φοβιτσιάρης, δειλός
- γιγνώσκων ὁ θεὸς ὅτι πρὸς τὸ φυλάττειν οὐ κάκιόν ἐστι φοβερὰν εἶναι τὴν ψυχὴν πλέον μέρος καὶ τοῦ φόβου ἐδάσατο τῇ γυναικὶ ἢ τῷ ἀνδρί : γνωρίζοντας ο θεός ότι για να φυλάγεται κανείς δεν είναι κακό να νιώθει και λιγο φόβο στην ψυχή του, έδωσε παραπάνω φόβο στη γυναίκα παρά στον άνδρα (Ξεν. Οικον. 7.25)
- φοβεροὺς δὲ εἰς τό τι τολμᾶν ἑκάστοτε λέγειν... : φοβούνταν δε να τολμήσουν να πουν... (Πλάτ. Νόμοι 649δ)
- (μεταγενέστερο) που εμπνέει το δέος όχι ακριβώς προκαλώντας φόβο, αλλά με μια έννοια που προσεγγίζει το εντυπωσιακός, εκπληκτικός
- ὅτι τὸ μὲν Ἡροδότου κάλλος ἱλαρόν ἐστι, φοβερὸν δὲ τὸ Θουκυδίδου : η ομορφιά στο ύφος του Ηροδότου είναι ανάλαφρη, ενώ στου Θουκυδίδη τρομερή -εμπνέει δέος, εντυπωσιάζει (Διον. Αλικ. Επιστολή προς Πομπήιο)