horrible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | horrible |
συγκριτικός | more horrible |
υπερθετικός | most horrible |
Επίθετο
επεξεργασία
horrible (en)
- (ανεπίσημο) απαίσιος, πολύ κακό ή δυσάρεστο· χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μου αρέσει
- ⮡ The food was horrible.
- Το φαγητό ήταν απαίσιο.
- ⮡ What horrible weather!
- Τι απαίσιος καιρός!
- ⮡ The food was horrible.
- φριχτός, που κάνει κάποιον να νιώθει πολύ σοκαρισμένος και φοβισμένος
- ⮡ a horrible crime - φριχτό έγκλημα
- (ανεπίσημο) απαίσιος, για άτομα ή τη συμπεριφορά τους που είναι εχθρική, δυσάρεστη ή αγενής
- ⮡ I will not agree to going to the house of that horrible man.
- Δε θα δεχτώ να πάω στο σπίτι εκείνου του απαίσιου άντρα.
- ⮡ I will not agree to going to the house of that horrible man.