frightening
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | frightening |
συγκριτικός | more frightening |
υπερθετικός | most frightening |
frightening (en)
- φρικτός, φρικαλέος, φρικιαστικός, τρομακτικός, τρομερός, που με τρομάζει
- ⮡ a frightening crime - φρικτό/φρικαλέο/φρικιαστικό έγκλημα
- ⮡ The movies has frightening scenes.
- Η ταινία έχει τρομακτικές σκηνές.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαfrightening (en)