παραθετικά
θετικός ghastly
συγκριτικός ghastlier
υπερθετικός ghastliest

  Επίθετο

επεξεργασία

ghastly (en)

  1. τρομερός, για ένα γεγονός που με τρομάζει και είναι δυσάρεστο
    ⮡  a ghastly accident - τρομερό δυστύχημα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη frightening
  2. (ανεπίσημο) τρομερός, για μια κατάσταση που είναι πολύ κακή· δυσάρεστη
    ⮡  The weather was ghastly.
    Ο καιρός ήταν τρομερός.