ghastly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | ghastly |
συγκριτικός | ghastlier |
υπερθετικός | ghastliest |
Επίθετο
επεξεργασίαghastly (en)
- τρομερός, για ένα γεγονός που με τρομάζει και είναι δυσάρεστο
- ⮡ a ghastly accident - τρομερό δυστύχημα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη frightening
- (ανεπίσημο) τρομερός, για μια κατάσταση που είναι πολύ κακή· δυσάρεστη
- ⮡ The weather was ghastly.
- Ο καιρός ήταν τρομερός.
- ⮡ The weather was ghastly.