↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τρομερός η τρομερή το τρομερό
      γενική του τρομερού της τρομερής του τρομερού
    αιτιατική τον τρομερό την τρομερή το τρομερό
     κλητική τρομερέ τρομερή τρομερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τρομεροί οι τρομερές τα τρομερά
      γενική των τρομερών των τρομερών των τρομερών
    αιτιατική τους τρομερούς τις τρομερές τα τρομερά
     κλητική τρομεροί τρομερές τρομερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρομερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τρομερός (που τρέμει, τρομαγμένος) < τρόμ(ος) + -ερός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɾo.meˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρο‐με‐ρός

  Επίθετο

επεξεργασία

τρομερός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί τρόμο, φοβερός, απαίσιος
  2. πολύ δυσάρεστος, με πολύ δυσάρεστες συνέπειες
  3. πολύ ισχυρός, με μεγάλες ικανότητες, καταπληκτικός, δεινός

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τρομερός τρομερᾱ́ τὸ τρομερόν
      γενική τοῦ τρομεροῦ τῆς τρομερᾶς τοῦ τρομεροῦ
      δοτική τῷ τρομερ τῇ τρομερ τῷ τρομερ
    αιτιατική τὸν τρομερόν τὴν τρομερᾱ́ν τὸ τρομερόν
     κλητική ! τρομερέ τρομερᾱ́ τρομερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ τρομεροί αἱ τρομεραί τὰ τρομερᾰ́
      γενική τῶν τρομερῶν τῶν τρομερῶν τῶν τρομερῶν
      δοτική τοῖς τρομεροῖς ταῖς τρομεραῖς τοῖς τρομεροῖς
    αιτιατική τοὺς τρομερούς τὰς τρομερᾱ́ς τὰ τρομερᾰ́
     κλητική ! τρομεροί τρομεραί τρομερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ τρομερώ τὼ τρομερᾱ́ τὼ τρομερώ
      γεν-δοτ τοῖν τρομεροῖν τοῖν τρομεραῖν τοῖν τρομεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρομερός, ήδη τον 7ο αιώνα < τρόμ(ος) + -ερός [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

τρομερός, -ά, -όν

  1. που τρέμει, τρεμάμενος
    χρειάζεται παράθεμα 7ος αιώνας πκε Σαπφώ, Απόσπασμα [Sapph. Supp. 10.4.]
    ※  5ος αιώνας πκε Ἱπποκράτης, (De diaeta acutorum (spurium)), κεφ. 9, p.442, @scaife.perseus
    Προσέχειν δὲ χρὴ καὶ τῇσι χερσίν· ἢν γὰρ τρομεραὶ ἔωσι, προσδέχου τῷ τοιῷδε ἀπόσταξιν αἵματος ἐκ ῥινῶν ἐσομένην·
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 231 (230-231)
    ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν ἣν πρὶν εἴχομεν, | γήραι δὲ τρομερὰ γυῖα κἀμαυρὸν σθένος.
    γιατί μου ᾽φυγεν η δύναμη που ᾽χα πρώτα | και τρέμουν απ᾽ τα γηρατειά τα γόνατά μου·
    Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr
  2. που τρέμει από φόβο, φοβισμένος, τρομαγμένος
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 1328 (1327-1329)
    ἰώ. | τρομερὰ τρομερὰ μέλεα, φέρετ᾽ ἐ-|μὸν ἴχνος·
    Ω! | Δόλιο κορμί μου που τρέμεις, οδήγα το βήμα μου, οδήγα·
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 176 (176-177)
    οἴμοι. τρομερὰ σκηνὰς ἔλιπον | τάσδ᾽ Ἀγαμέμνονος ἐπακουσομένα,·
    Συφορά! Απ᾽ τις σκηνές τ᾽ Αγαμέμνον᾽ αυτές | ήρθα δω τρομαγμένη,
    Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
  3. φοβερός, τρομερός, αυτός που προκαλεί φόβο και τρόμο
    ※  5ος πκε αιώνας Εὐριπίδης, Ῥῆσος, στίχ. 36 (36-37)
    Ἀλλ' ἦ Κρονίου Πανὸς τρομερᾷ | μάστιγι φοβῇ;


Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.