παραθετικά
θετικός terrible
συγκριτικός more terrible
υπερθετικός most terrible

  Επίθετο

επεξεργασία

terrible (en)

  1. τρομερός, φρικτός, αποκρουστικός, φρικαλέος, φοβερός, που προξενεί τρόμο, φρίκη, ανατριχίλα
    ⮡  the terrible consequences of the war - οι τρομερές συνέπειες του πολέμου
    ⮡  a terrible crime - φρικτό έγκλημα
    ⮡  a terrible sight - αποκρουστικό/φρικαλέο θέαμα
    ⮡  The sight of the bodies was terrible.
    Το θέαμα των πτωμάτων ήταν φοβερό.
  2. τρομερός, φοβερός, που προκαλεί μεγάλη βλάβη ή τραυματισμό· που είναι πολύ σοβαρό
    ⮡  There is a terrible shortage of nurses.
    Υπάρχει τρομερή έλλειψη νοσοκόμων.
    ⮡  a terrible accident - ένα φοβερό ατύχημα
    ⮡  The flood caused terrible destruction.
    Η πλημμύρα προξένησε φοβερές καταστροφές.
  3. (ανεπίσημο) τρομερός, φρικτός, απαίσιος, πολύ κακός
    ⮡  Winter this year is terrible.
    Φέτος ο χειμώνας είναι τρομερός.
    ⮡  terrible behavior - φρικτή συμπεριφορά
    ⮡  The film was terrible.
    Το φιλμ ήταν φρικτό.
    ⮡  What terrible weather!
    Τι απαίσιος καιρός!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη bad



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tɛ.ʁibl/
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
terrible terribles

terrible (fr) αρσενικό ή θηλυκό



  Επίθετο

επεξεργασία

terrible (es)



  Επίθετο

επεξεργασία

terrible

  1. τρομερός

Συγγενικά

επεξεργασία