terrible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | terrible |
συγκριτικός | more terrible |
υπερθετικός | most terrible |
Επίθετο
επεξεργασίαterrible (en)
- τρομερός, φρικτός, αποκρουστικός, φρικαλέος, φοβερός, που προξενεί τρόμο, φρίκη, ανατριχίλα
- ⮡ the terrible consequences of the war - οι τρομερές συνέπειες του πολέμου
- ⮡ a terrible crime - φρικτό έγκλημα
- ⮡ a terrible sight - αποκρουστικό/φρικαλέο θέαμα
- ⮡ The sight of the bodies was terrible.
- Το θέαμα των πτωμάτων ήταν φοβερό.
- τρομερός, φοβερός, που προκαλεί μεγάλη βλάβη ή τραυματισμό· που είναι πολύ σοβαρό
- ⮡ There is a terrible shortage of nurses.
- Υπάρχει τρομερή έλλειψη νοσοκόμων.
- ⮡ a terrible accident - ένα φοβερό ατύχημα
- ⮡ The flood caused terrible destruction.
- Η πλημμύρα προξένησε φοβερές καταστροφές.
- ⮡ There is a terrible shortage of nurses.
- (ανεπίσημο) τρομερός, φρικτός, απαίσιος, πολύ κακός
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
terrible | terribles |
terrible (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαterrible (es)
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαterrible