παραθετικά
θετικός terribly
συγκριτικός more terribly
υπερθετικός most terribly

  Ετυμολογία

επεξεργασία
terribly < terrible + -ly

  Επίρρημα

επεξεργασία

terribly (en)

  1. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) φοβερά, τρομερά
    ⮡  I got terribly angry when I heard it.
    Θύμωσα φοβερά όταν τ' άκουσα.
    ⮡  I am terribly upset/happy.
    Είμαι τρομερά στενοχωρημένος/χαρούμενος.
    ⮡  It’s terribly hot./It’s terribly cold.
    Κάνει τρομερή ζέστη./Κάνει τρομερό κρύο.
    ⮡  I am terribly thirsty/hungry.
    Έχω τρομερή δίψα/πείνα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
  2. φρικτά, κακά, κάκιστα, άθλια
    ⮡  He treated him terribly.
    Του συμπεριφέρθηκε φρικτά.
    ⮡  This book is terribly written.
    Αυτό το βιβλίο είναι κακά γραμμένο.
    ⮡  You did terribly.
    Έπραξες κάκιστα.
    ⮡  My boss treats me terribly.
    Το αφεντικό μου μου συμπεριφέρεται άθλια.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη badly