terribly
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | terribly |
συγκριτικός | more terribly |
υπερθετικός | most terribly |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαterribly (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) φοβερά, τρομερά
- ⮡ I got terribly angry when I heard it.
- Θύμωσα φοβερά όταν τ' άκουσα.
- ⮡ I am terribly upset/happy.
- Είμαι τρομερά στενοχωρημένος/χαρούμενος.
- ⮡ It’s terribly hot./It’s terribly cold.
- Κάνει τρομερή ζέστη./Κάνει τρομερό κρύο.
- ⮡ I am terribly thirsty/hungry.
- Έχω τρομερή δίψα/πείνα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη extremely
- ⮡ I got terribly angry when I heard it.
- φρικτά, κακά, κάκιστα, άθλια