bad
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | bad |
συγκριτικός | worse |
υπερθετικός | worst |
bad (en)
- άσχημος, κακός, δυσάρεστος, γεμάτο προβλήματα
- ↪ a bad state of political affairs/of the economy - άσχημη η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων/της οικονομίας
- ↪ I had a really bad night/a bad time.
- Πέρασα πολύ άσχημη νύχτα/μια άσχημη περίοδο.
- ↪ It created a bad situation/atmosphere.
- Δημιουργήθηκε μια άσχημη κατάσταση/ατμόσφαιρα.
- ↪ The weather is really bad.
- Ο καιρός είναι πολύ άσχημος/κακός.
- ↪ I’m having bad thoughts.
- Κάνω άσχημες/κακές σκέψεις.
- ↪ a bad smell/taste - κακή οσμή/γεύση
- ↪ He had back luck.
- Είχε κακή τύχη.
- ↪ Did you hear the bad news?
- Τα μάθατε τα δυσάρεστα νέα;
- ↪ I have something bad to tell you.
- Έχω κάτι δυσάρεστο να σου πω.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
- κακός, άσχημος, κακής ποιότητας· κάτω από ένα αποδεκτό επίπεδο
- ↪ a bad conductor of electricity/heat - κακός αγωγός του ηλεκτρισμού/της θερμότητας
- ↪ This year’s crop was bad.
- Η φετινή σοδειά ήταν κακή.
- ↪ The hotel was very bad.
- Το ξενοδοχείο ήταν πολύ κακό.
- ↪ The road is bad.
- Ο δρόμος είναι κακός.
- ↪ The construction of the house is very bad.
- Η κατασκευή του σπιτιού είναι πολύ κακή.
- ↪ a bad book/film project - ένα κακό βιβλίο/κινηματογραφικό έργο
- ↪ It’s not bad, it’s good enough.
- Δεν είναι κακό, είναι αρκετά καλό.
- ↪ a bad ad - άσχημη διαφήμιση
- ↪ The food was very bad.
- Το φαγητό ήταν πολύ άσχημο.
- ≈ συνώνυμα: poor
- άσχημος, κακός, σοβαρός
- ↪ a bad disease - άσχημη αρρώστια
- ↪ a bad hit - άσχημο χτύπημα
- ↪ He made a bad gaffe/a bad mistake.
- Έκανε μια άσχημη γκάφα/ένα άσχημο λάθος.
- ↪ Watch the road because it has bad turns.
- Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές.
- ↪ He popped a bad pimple.
- Έβγαλε ένα κακό σπυρί.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη severe
- κακός, ακατάλληλος, που δεν είναι κατάλληλο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
- ↪ He’s a bad driver/speaker.
- Είναι κακός οδηγός/ομιλητής.
- ↪ She’s a bad student.
- Είναι κακή μαθήτρια.
- ↪ He’s bad at math.
- Είναι κακός στα μαθηματικά.
- ↪ Your shoes are bad for mountain hiking.
- Τα παπούτσια σου είναι ακατάλληλα για ορειβασία.
- ↪ He came at the worst time.
- Ήρθες στην πιο ακατάλληλη ώρα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unsuitable
- ↪ He’s a bad driver/speaker.
- κακός, άσχημος, που είναι ηθικά απαράδεκτο
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κακός, άτακτος, ειδικά για παιδιά που δεν συμπεριφέρονται καλά
- κακός, φτωχός, για ένα άτομο που δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι καλά ή με αποδεκτό τρόπο
- ↪ He has bad eyesight/hearing.
- Έχει κακή όραση/ακοή.
- ↪ His English is bad, he doesn’t speak it correctly.
- Τα αγγλικά του είναι κακά, δεν τα μιλάει σωστά.
- ↪ Their vocabulary is bad.
- Το λεξιλόγιό τους είναι φτωχό.
- ↪ His imagination is bad.
- Η φαντασία του είναι φτωχή.
- ↪ My knowledge is bad.
- Οι γνώσεις μου είναι φτωχές.
- ≈ συνώνυμα: poor
- ↪ He has bad eyesight/hearing.
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) κακός, που είναι επιβλαβές· που προκαλεί ή είναι πιθανό να προκαλέσει βλάβη
- ↪ a bad diet - κακή διατροφή
- ↪ Stress is bad for you.
- Το άγχος σου κάνει κακό.
- χαλάω, για τρόφιμα που δεν είναι ασφαλή για κατανάλωση επειδή έχει αλλοιωθεί
- ↪ Fish goes bad easily in hot weather.
- Το ψάρι χαλάει εύκολα με τη ζέστη.
- ↪ The milk went bad.
- Το γάλα χάλασε.
- ↪ Meat/fish goes bad in hot weather.
- Το κρέας/ψάρι αλλοιώνεται στη ζέστη.
- ↪ Fish goes bad easily in hot weather.
- άσχημος, κακός, η κατάσταση του να νιώθω ενόχληση ή θυμό
- ↪ I’m in a very bad mood.
- Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
- ↪ Today I’m in a bad mood.
- Σήμερα έχω κακή διάθεση.
- ↪ You shouldn’t feel bad if I refuse.
- Να μη σου κακοφανεί αν αρνηθώ.
- ↪ I hope I didn’t make her feel bad with what I said.
- Ελπίζω να μην της κακοφάνηκε αυτό που είπα.
- ↪ I’m in a very bad mood.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | bad |
συγκριτικός | worse |
υπερθετικός | worst |
bad (en)
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbad (en)
- (παρωχημένο) εναλλακτική μορφή του bid, ως αόριστος του bid (σημασία: δίνω εντολή)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- bad (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- bad (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- bad (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 33. ISBN 9780194325684., λήμμα: αλλοιώνω