Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bæd/

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός bad
συγκριτικός worse
υπερθετικός worst

bad (en)

  1. άσχημος, κακός, δυσάρεστος, γεμάτο προβλήματα
    a bad state of political affairs/of the economy - άσχημη η κατάσταση των πολιτικών πραγμάτων/της οικονομίας
    I had a really bad night/a bad time.
    Πέρασα πολύ άσχημη νύχτα/μια άσχημη περίοδο.
    It created a bad situation/atmosphere.
    Δημιουργήθηκε μια άσχημη κατάσταση/ατμόσφαιρα.
    The weather is really bad.
    Ο καιρός είναι πολύ άσχημος/κακός.
    I’m having bad thoughts.
    Κάνω άσχημες/κακές σκέψεις.
    a bad smell/taste - κακή οσμή/γεύση
    He had back luck.
    Είχε κακή τύχη.
    Did you hear the bad news?
    Τα μάθατε τα δυσάρεστα νέα;
    I have something bad to tell you.
    Έχω κάτι δυσάρεστο να σου πω.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
  2. κακός, άσχημος, κακής ποιότητας· κάτω από ένα αποδεκτό επίπεδο
    a bad conductor of electricity/heat - κακός αγωγός του ηλεκτρισμού/της θερμότητας
    This year’s crop was bad.
    Η φετινή σοδειά ήταν κακή.
    The hotel was very bad.
    Το ξενοδοχείο ήταν πολύ κακό.
    The road is bad.
    Ο δρόμος είναι κακός.
    The construction of the house is very bad.
    Η κατασκευή του σπιτιού είναι πολύ κακή.
    a bad book/film project - ένα κακό βιβλίο/κινηματογραφικό έργο
    It’s not bad, it’s good enough.
    Δεν είναι κακό, είναι αρκετά καλό.
    a bad ad - άσχημη διαφήμιση
    The food was very bad.
    Το φαγητό ήταν πολύ άσχημο.
     συνώνυμα: poor
  3. άσχημος, κακός, σοβαρός
    a bad disease - άσχημη αρρώστια
    a bad hit - άσχημο χτύπημα
    He made a bad gaffe/a bad mistake.
    Έκανε μια άσχημη γκάφα/ένα άσχημο λάθος.
    Watch the road because it has bad turns.
    Πρόσεξε το δρόμο, γιατί έχει άσχημες στροφές.
    He popped a bad pimple.
    Έβγαλε ένα κακό σπυρί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη severe
  4. κακός, ακατάλληλος, που δεν είναι κατάλληλο σε μια συγκεκριμένη κατάσταση
    He’s a bad driver/speaker.
    Είναι κακός οδηγός/ομιλητής.
    She’s a bad student.
    Είναι κακή μαθήτρια.
    He’s bad at math.
    Είναι κακός στα μαθηματικά.
    Your shoes are bad for mountain hiking.
    Τα παπούτσια σου είναι ακατάλληλα για ορειβασία.
    He came at the worst time.
    Ήρθες στην πιο ακατάλληλη ώρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unsuitable
  5. κακός, άσχημος, που είναι ηθικά απαράδεκτο
    a bad woman, she doesn’t feel sorry for anyone - κακιά γυναίκα, δε λυπάται κανέναν
    He has bad intentions.
    Έχει κακές προθέσεις.
    Bad friends corrupt the youth.
    Οι κακές συναναστροφές διαφθείρουν τους νέους.
    a bad deed - άσχημη πράξη
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη evil
  6. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) κακός, άτακτος, ειδικά για παιδιά που δεν συμπεριφέρονται καλά
    Don’t be a bad child.
    Μη γίνεσαι κακό παιδί.
    He has bad manners.
    Έχει κακούς τρόπους.
    My bulldog is being a bad dog.
    Το μπουλντόγκ μου είναι κακό σκυλί.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη naughty
  7. κακός, φτωχός, για ένα άτομο που δεν είναι σε θέση να κάνει κάτι καλά ή με αποδεκτό τρόπο
    He has bad eyesight/hearing.
    Έχει κακή όραση/ακοή.
    His English is bad, he doesn’t speak it correctly.
    Τα αγγλικά του είναι κακά, δεν τα μιλάει σωστά.
    Their vocabulary is bad.
    Το λεξιλόγιό τους είναι φτωχό.
    His imagination is bad.
    Η φαντασία του είναι φτωχή.
    My knowledge is bad.
    Οι γνώσεις μου είναι φτωχές.
     συνώνυμα: poor
  8. (όχι πριν από το ουσιαστικό) κακός, που είναι επιβλαβές· που προκαλεί ή είναι πιθανό να προκαλέσει βλάβη
    a bad diet - κακή διατροφή
    Stress is bad for you.
    Το άγχος σου κάνει κακό.
  9. χαλάω, για τρόφιμα που δεν είναι ασφαλή για κατανάλωση επειδή έχει αλλοιωθεί
    Fish goes bad easily in hot weather.
    Το ψάρι χαλάει εύκολα με τη ζέστη.
    The milk went bad.
    Το γάλα χάλασε.
    Meat/fish goes bad in hot weather.
    Το κρέας/ψάρι αλλοιώνεται στη ζέστη.
  10. άσχημος, κακός, η κατάσταση του να νιώθω ενόχληση ή θυμό
    I’m in a very bad mood.
    Έχω πολύ άσχημη διάθεση.
    Today I’m in a bad mood.
    Σήμερα έχω κακή διάθεση.
    You shouldn’t feel bad if I refuse.
    Να μη σου κακοφανεί αν αρνηθώ.
    I hope I didn’t make her feel bad with what I said.
    Ελπίζω να μην της κακοφάνηκε αυτό που είπα.

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός bad
συγκριτικός worse
υπερθετικός worst

bad (en)

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

bad (en)

Άλλες μορφές

επεξεργασία