unsuitable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unsuitable |
συγκριτικός | more unsuitable |
υπερθετικός | most unsuitable |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunsuitable (en)
- ακατάλληλος
- ⮡ soil unsuitable for growing fruit trees - έδαφος ακατάλληλο για την καλλιέργεια οπωροφόρων
- ⮡ The building was deemed unsuitable for a school.
- Το κτίριο κρίθηκε ακατάλληλο για σχολείο.
- ⮡ This book is unsuitable for small children because it is hard to understand.
- Το βιβλίο αυτό είναι ακατάλληλο για μικρά παιδιά γιατί είναι δυσνόητο.