Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός unpleasant
συγκριτικός more unpleasant
υπερθετικός most unpleasant

  Ετυμολογία επεξεργασία

unpleasant < un- + pleasant

  Επίθετο επεξεργασία

unpleasant (en)

  1. δυσάρεστος, όχι ευχάριστος
    unpleasant news/events - δυσάρεστα νέα/γεγονότα
    an unpleasant smell/discussion - δυσάρεστη μυρωδιά/συζήτηση
    I find myself in the unpleasant position of announcing to you that…
    Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι…
  2. δυσάρεστος, όχι ευγενικός ή φιλικός
    With his behavior he came across unpleasant to many people.
    Με τη συμπεριφορά του έγινε δυσάρεστος σε πολύν κόσμο.

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία