unpleasant
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unpleasant |
συγκριτικός | more unpleasant |
υπερθετικός | most unpleasant |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαunpleasant (en)
- δυσάρεστος, όχι ευχάριστος
- ↪ unpleasant news/events - δυσάρεστα νέα/γεγονότα
- ↪ an unpleasant smell/discussion - δυσάρεστη μυρωδιά/συζήτηση
- ↪ I find myself in the unpleasant position of announcing to you that…
- Βρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι…
- δυσάρεστος, όχι ευγενικός ή φιλικός
- ↪ With his behavior he came across unpleasant to many people.
- Με τη συμπεριφορά του έγινε δυσάρεστος σε πολύν κόσμο.
- ↪ With his behavior he came across unpleasant to many people.