abhorrent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | abhorrent |
συγκριτικός | more abhorrent |
υπερθετικός | most abhorrent |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασία- αποτρόπαιος, αποκρουστικός, που προκαλεί έντονο αίσθημα μίσους, ειδικά για ηθικούς λόγους
- ⮡ an abhorrent crime - αποτρόπαιο έγκλημα
- ⮡ an abhorrent view - αποκρουστικό θέαμα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη unpleasant
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη abhor