αποτρόπαιος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αποτρόπαιος < αρχαία ελληνική ἀποτρόπαιος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.pɔˈtɾɔ.pɛ.ɔs/
- συλλαβισμός : α‐πο‐τρό‐παι‐ος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αποτρόπαιος
- που προκαλεί την αποστροφή και την απέχθεια, φρικιαστικός
- ↪ αποτρόπαιο έγκλημα, αποτρόπαιο βίντεο