Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτρόπαιος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀποτρόπαιος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποτρόπαι
ος
η
αποτρόπαι
α
το
αποτρόπαι
ο
γενική
του
αποτρόπαι
ου
της
αποτρόπαι
ας
του
αποτρόπαι
ου
αιτιατική
τον
αποτρόπαι
ο
την
αποτρόπαι
α
το
αποτρόπαι
ο
κλητική
αποτρόπαι
ε
αποτρόπαι
α
αποτρόπαι
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποτρόπαι
οι
οι
αποτρόπαι
ες
τα
αποτρόπαι
α
γενική
των
αποτρόπαι
ων
των
αποτρόπαι
ων
των
αποτρόπαι
ων
αιτιατική
τους
αποτρόπαι
ους
τις
αποτρόπαι
ες
τα
αποτρόπαι
α
κλητική
αποτρόπαι
οι
αποτρόπαι
ες
αποτρόπαι
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
θαυμάσιος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποτρόπαιος
<
αρχαία ελληνική
ἀποτρόπαιος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.poˈtɾo.pe.os
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α
‐
πο
‐
τρό
‐
παι
‐
ος
Επίθετο
επεξεργασία
αποτρόπαιος
, -α, -ο
που προκαλεί την
αποστροφή
και την
απέχθεια
,
φρικιαστικός
⮡
αποτρόπαιο
έγκλημα,
αποτρόπαιο
βίντεο
≈
συνώνυμα
:
ειδεχθής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτρόπαιος
αγγλικά
:
gruesome
(en)
,
heinous
(en)
γαλλικά
:
infâme
(fr)
αρσενικό ή θηλυκό