αποτρόπαια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποτρόπαια < αποτρόπαιος + -α
Επίρρημα
επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασία
αποτρόπαια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποτρόπαιος