απέχθεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απέχθεια | οι | απέχθειες |
γενική | της | απέχθειας | των | απεχθειών |
αιτιατική | την | απέχθεια | τις | απέχθειες |
κλητική | απέχθεια | απέχθειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- απέχθεια < αρχαία ελληνική ἀπέχθεια
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπέχθεια θηλυκό
- έντονη αίσθηση αντιπάθειας
- Αλήθεια, ποιος δεν νιώθει απέχθεια για τη γραφειοκρατία;