aversion
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαaversion (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.vɛʁ.sjɔ̃/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
aversion | aversions |
aversion (fr) θηλυκό
- η αποστροφή, η απέχθεια, ο αποτροπιασμός