Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρικιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φρικιαστικ
ός
η
φρικιαστικ
ή
το
φρικιαστικ
ό
γενική
του
φρικιαστικ
ού
της
φρικιαστικ
ής
του
φρικιαστικ
ού
αιτιατική
τον
φρικιαστικ
ό
τη
φρικιαστικ
ή
το
φρικιαστικ
ό
κλητική
φρικιαστικ
έ
φρικιαστικ
ή
φρικιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φρικιαστικ
οί
οι
φρικιαστικ
ές
τα
φρικιαστικ
ά
γενική
των
φρικιαστικ
ών
των
φρικιαστικ
ών
των
φρικιαστικ
ών
αιτιατική
τους
φρικιαστικ
ούς
τις
φρικιαστικ
ές
τα
φρικιαστικ
ά
κλητική
φρικιαστικ
οί
φρικιαστικ
ές
φρικιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρικιαστικός
<
φρικιάζω
Επίθετο
επεξεργασία
φρικιαστικός, -ή, ό
που σε κάνει να
φρικιάς
, που προκαλεί
ρίγος
φρίκης
,
αποτροπιασμό
ή
τρόμο
Συνώνυμα
επεξεργασία
αποτρόπαιος
αποτροπιαστικός
τρομακτικός
φρικώδης
Δείτε επίσης
επεξεργασία
φρικτός
φρικαλέος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρικιαστικός
αγγλικά
:
horrific
(en)
,
gruesome
(en)
γαλλικά
:
horrible
(fr)
,
terrifiant
(fr)
,
effroyable
(fr)