φρικιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρικιάζω < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fɾiˈcʝa.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρι‐κιά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαφρικιάζω, αόρ.: φρικίασα
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία φρικιάζω
→ δείτε τη λέξη ανατριχιάζω |