Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αποτροπιαστικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αποτροπιαστικ
ός
η
αποτροπιαστικ
ή
το
αποτροπιαστικ
ό
γενική
του
αποτροπιαστικ
ού
της
αποτροπιαστικ
ής
του
αποτροπιαστικ
ού
αιτιατική
τον
αποτροπιαστικ
ό
την
αποτροπιαστικ
ή
το
αποτροπιαστικ
ό
κλητική
αποτροπιαστικ
έ
αποτροπιαστικ
ή
αποτροπιαστικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αποτροπιαστικ
οί
οι
αποτροπιαστικ
ές
τα
αποτροπιαστικ
ά
γενική
των
αποτροπιαστικ
ών
των
αποτροπιαστικ
ών
των
αποτροπιαστικ
ών
αιτιατική
τους
αποτροπιαστικ
ούς
τις
αποτροπιαστικ
ές
τα
αποτροπιαστικ
ά
κλητική
αποτροπιαστικ
οί
αποτροπιαστικ
ές
αποτροπιαστικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αποτροπιαστικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αποτροπιαστικός, -ή, -ό
που προκαλεί τον
αποτροπιασμό
,
αποτρόπαιος
Συνώνυμα
επεξεργασία
αποκρουστικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αποτροπιαστικός
αγγλικά
:
abhorrent
(en)