αποτροπιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αποτροπιαστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
αποτροπιαστικός, -ή, -ό
- που προκαλεί τον αποτροπιασμό, αποτρόπαιος
αποτροπιαστικός, -ή, -ό