↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φρίκη οι φρίκες
      γενική της φρίκης των φρικών
    αιτιατική τη φρίκη τις φρίκες
     κλητική φρίκη φρίκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

φρίκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φρίκη[1] / φρίξ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈfɾi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρί‐κη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρίκη θηλυκό

  1. έντονο συναίσθημα φόβου και αποστροφής
    ⮡  η φρίκη του πολέμου
  2. αρνητικός χαρακτηρισμός για οτιδήποτε δε μας αρέσει, ισοδυναμεί με το επίθετο φρικτός
    ⮡  το φαγητό στο ξενοδοχείο ήταν φρίκη

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φρῑκα-
ονομαστική φρίκη αἱ φρῖκαι
      γενική τῆς φρίκης τῶν φρικῶν
      δοτική τῇ φρίκ ταῖς φρίκαις
    αιτιατική τὴν φρίκην τὰς φρίκᾱς
     κλητική ! φρίκη φρῖκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρίκ
γεν-δοτ τοῖν  φρίκαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'νίκη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία

φρίκη < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρίκη (ῑ) θηλυκό

  1. ο μικρός κυματισμός
  2. το ανατρίχιασμα λόγω κρύου, φόβου, έντονης συγκίνησης,η φρικίαση

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και