ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
φρῑκιᾱσῐ-, φρῑκιᾱσε-
ονομαστική φρικίασῐς αἱ φρικιάσεις
      γενική τῆς φρικιάσεως τῶν φρικιάσεων
      δοτική τῇ φρικιάσει ταῖς φρικιάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν φρικίασῐν τὰς φρικιάσεις
     κλητική ! φρικίασῐ φρικιάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φρικιάσει
γεν-δοτ τοῖν  φρικιασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φρικίασις < φρικιά(ω) / φρικιῶ + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: φρικίαση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φρικίασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη φρίξ