φρικίασις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
φρῑκιᾱσῐ-, φρῑκιᾱσε- | ||||||||
ονομαστική | ἡ | φρικίασῐς | αἱ | φρικιάσεις | ||||
γενική | τῆς | φρικιάσεως | τῶν | φρικιάσεων | ||||
δοτική | τῇ | φρικιάσει | ταῖς | φρικιάσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | φρικίασῐν | τὰς | φρικιάσεις | ||||
κλητική ὦ! | φρικίασῐ | φρικιάσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρικιάσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | φρικιασέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρικίασις < φρικιά(ω) / φρικιῶ + -σις
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: φρικίαση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρικίασις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φρίξ
Πηγές
επεξεργασία- φρικίασις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.