φρίξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
φρῑκ- | |||||
ονομαστική | ἡ | φρίξ | αἱ | φρῖκες | |
γενική | τῆς | φρικός | τῶν | φρικῶν | |
δοτική | τῇ | φρικῐ́ | ταῖς | φριξῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὴν | φρῖκᾰ | τὰς | φρῖκᾰς | |
κλητική ὦ! | φρίξ | φρῖκες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | φρῖκε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | φρικοῖν | |||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό. | |||||
3η κλίση, Κατηγορία 'φρίξ' όπως «φρίξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φρίξ < φρίσσω → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφρίξ θηλυκό
- ο ελαφρός κυματισμός
- το ανατρίχιασμα, το ρίγος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- φρίξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- φρίξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.