Δείτε επίσης: Φρίξος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φριξός < φρίσσω

  Επίθετο επεξεργασία

φριξός

  1. ο κατεχόμενος από φρίκη
  2. τρομακτικός