Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φρίσσω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
φρίσσω
<
αρχαία ελληνική
φρίξ
(ανατρίχιασμα)
Ρήμα
επεξεργασία
φρίσσω
ή αλλιώς
φρίττω
νιώθω φρίκη· χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο
έφριξα
Συνώνυμα
επεξεργασία
φρικιώ
φρικιάζω
φρικάρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φρίσσω
αγγλικά
:
shudder
(en)
γαλλικά
:
frisson
(fr)
γερμανικά
:
schauer
(de)
ιταλικά
:
rabbrividire
(it)