Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φρίσσω < αρχαία ελληνική φρίξ (ανατρίχιασμα)

  Ρήμα επεξεργασία

φρίσσω ή αλλιώς φρίττω

  • νιώθω φρίκη· χρησιμοποιείται κυρίως στον αόριστο έφριξα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία