φρίττω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φρίττω < αρχαία ελληνική φρίττω < φρίξ
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαφρίττω
- νιώθω φρίκη και αποτροπιασμό, ανατριχιάζω, αναστατώνομαι έντονα, σοκάρομαι
- Η τοπική κοινωνία έφριξε με το στυγερό έγκλημα
- αγανακτώ ηθικά, νιώθω δυσαρέσκεια, διαφωνώ σφόδρα
- 'Εφριξε που ο πατέρας του παντρεύτηκε μια πολύ μικρότερή του
- Φρίττω και μόνο στη σκέψη ότι θα τους καλέσεις σπιτι μας
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη φρίκη
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | φρίττω | έφριττα | θα φρίττω | να φρίττω | φρίττοντας | |
β' ενικ. | φρίττεις | έφριττες | θα φρίττεις | να φρίττεις | φρίττε | |
γ' ενικ. | φρίττει | έφριττε | θα φρίττει | να φρίττει | ||
α' πληθ. | φρίττουμε | φρίτταμε | θα φρίττουμε | να φρίττουμε | ||
β' πληθ. | φρίττετε | φρίττατε | θα φρίττετε | να φρίττετε | φρίττετε | |
γ' πληθ. | φρίττουν(ε) | έφριτταν φρίτταν(ε) |
θα φρίττουν(ε) | να φρίττουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έφριξα | θα φρίξω | να φρίξω | φρίξει | ||
β' ενικ. | έφριξες | θα φρίξεις | να φρίξεις | φρίξε | ||
γ' ενικ. | έφριξε | θα φρίξει | να φρίξει | |||
α' πληθ. | φρίξαμε | θα φρίξουμε | να φρίξουμε | |||
β' πληθ. | φρίξατε | θα φρίξετε | να φρίξετε | φρίξτε | ||
γ' πληθ. | έφριξαν φρίξαν(ε) |
θα φρίξουν(ε) | να φρίξουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω φρίξει | είχα φρίξει | θα έχω φρίξει | να έχω φρίξει | ||
β' ενικ. | έχεις φρίξει | είχες φρίξει | θα έχεις φρίξει | να έχεις φρίξει | ||
γ' ενικ. | έχει φρίξει | είχε φρίξει | θα έχει φρίξει | να έχει φρίξει | ||
α' πληθ. | έχουμε φρίξει | είχαμε φρίξει | θα έχουμε φρίξει | να έχουμε φρίξει | ||
β' πληθ. | έχετε φρίξει | είχατε φρίξει | θα έχετε φρίξει | να έχετε φρίξει | ||
γ' πληθ. | έχουν φρίξει | είχαν φρίξει | θα έχουν φρίξει | να έχουν φρίξει |
|