Δείτε επίσης: ἀγανακτῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγανακτώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀγανακτῶ[1][2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.naˈkto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐να‐κτώ

αγανακτώ, πρτ.: αγανακτούσα, αόρ.: αγανάκτησα, μτχ.π.π.: αγανακτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (αμετάβατο) θυμώνω πολύ, καταλαμβάνομαι από αγανάκτηση, δικαιολογημένο θυμό επειδή αδικούμαι ή ταλαιπωρούμαι αδικαιολόγητα
    ⮡  Τόσες ώρες στην αίθουσα αναμονής, αγανάκτησε ο άνθρωπος!
  2. (αμετάβατο) κουράζομαι πολύ μέχρι να κάνω κάτι
    ⮡  Αγανάκτησα μέχρι να πιάσω γραμμή με το εξωτερικό.
  3. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να θυμώσει πολύ
    ⮡  τον αγανάκτησε αυτή η συμπεριφορά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγανακτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. αγανακτώΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)