resent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | resent |
γ΄ ενικό ενεστώτα | resents |
αόριστος | resented |
παθητική μετοχή | resented |
ενεργητική μετοχή | resenting |
Ετυμολογία
επεξεργασία- resent < μέση γαλλική ressentir < παλαιά γαλλική resentir
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαresent (en)
- αγαναχτώ, δυσανασχετώ
- ↪ He didn’t want the ball and resented your instructions.
- (αυτός) Δεν ήθελε την μπάλα και δυσανασχετούσε στις οδηγίες σου.
- ↪ He didn’t want the ball and resented your instructions.