ενεστώτας resent
γ΄ ενικό ενεστώτα resents
αόριστος resented
παθητική μετοχή resented
ενεργητική μετοχή resenting

  Ετυμολογία

επεξεργασία
resent < μέση γαλλική ressentir < παλαιά γαλλική resentir

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɹiˈzɛnt/
 

resent (en)

  • αγαναχτώ, δυσανασχετώ
    ⮡  He didn’t want the ball and resented your instructions.
    (αυτός) Δεν ήθελε την μπάλα και δυσανασχετούσε στις οδηγίες σου.