Δείτε επίσης: ἀγαναχτῶ

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαναχτώ < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγαναχτῶ < αρχαία ελληνική ἀγανακτῶ

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.naˈxto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐να‐χτώ

αγαναχτώ/αγαναχτάω, πρτ.: αγαναχτούσα, αόρ.: αγανάχτησα, μτχ.π.π.: αγαναχτισμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  • άλλη μορφή του αγανακτώ
    ※  Ο Άλο, ο μεγάλος του γιος, το έσκασε από το σπίτι, αγανάχτησε πια με τόσο ξύλο που έτρωγε· μένει τώρα, θαρρώ, στην Ιρλανδία ή κάπου εκεί γύρω.
    Gervasio Posadas (μτφ. Αγγελική Βασιλάκου), Ο πνευματιστής του Χίτλερ, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2017, σελ. 279. ISBN 9786180310993

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία