↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγαναχτισμένος η αγαναχτισμένη το αγαναχτισμένο
      γενική του αγαναχτισμένου της αγαναχτισμένης του αγαναχτισμένου
    αιτιατική τον αγαναχτισμένο την αγαναχτισμένη το αγαναχτισμένο
     κλητική αγαναχτισμένε αγαναχτισμένη αγαναχτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγαναχτισμένοι οι αγαναχτισμένες τα αγαναχτισμένα
      γενική των αγαναχτισμένων των αγαναχτισμένων των αγαναχτισμένων
    αιτιατική τους αγαναχτισμένους τις αγαναχτισμένες τα αγαναχτισμένα
     κλητική αγαναχτισμένοι αγαναχτισμένες αγαναχτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγαναχτισμένος < → δείτε τη λέξη αγανακτισμένος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ɣa.na.xtiˈzme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γα‐να‐χτι‐σμέ‐νος

αγαναχτισμένος, -η, -ο

  • (προφορικό) άλλη γραφή του αγανακτισμένος
    ※  Αναμφίβολα οι στόλοι των Ευρωπαίων δε θα έκαναν ζημιά στην πόλη, όπου ήταν συγκεντρωμένο το εμπόριο τους με την Ανατολή, αλλά ο αγαναχτισμένος όχλος, που είχε ξεσηκωθεί, απειλούσε όλους τους Ευρωπαίους κατοίκους.
    Konstantin Mikhailovich Bazili, Ένας Ρώσος στην Ελλάδα του Καποδίστρια, Αθήνα: Καλέντης, 2000, σελ. 33

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία