Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγανακτισμένος η αγανακτισμένη το αγανακτισμένο
      γενική του αγανακτισμένου της αγανακτισμένης του αγανακτισμένου
    αιτιατική τον αγανακτισμένο την αγανακτισμένη το αγανακτισμένο
     κλητική αγανακτισμένε αγανακτισμένη αγανακτισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγανακτισμένοι οι αγανακτισμένες τα αγανακτισμένα
      γενική των αγανακτισμένων των αγανακτισμένων των αγανακτισμένων
    αιτιατική τους αγανακτισμένους τις αγανακτισμένες τα αγανακτισμένα
     κλητική αγανακτισμένοι αγανακτισμένες αγανακτισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγανακτισμένος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀγανακτισμένος < αρχαία ελληνική ἀγανακτέω / ἀγανακτῶ

  Μετοχή επεξεργασία

αγανακτισμένος, -η, -ο

  1. που έχει αγανακτήσει, που διακατέχεται από αγανάκτηση
  2. θυμωμένος, οργισμένος
  3. που έχει περάσει τα όριά του

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία