Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξοργισμένος η εξοργισμένη το εξοργισμένο
      γενική του εξοργισμένου της εξοργισμένης του εξοργισμένου
    αιτιατική τον εξοργισμένο την εξοργισμένη το εξοργισμένο
     κλητική εξοργισμένε εξοργισμένη εξοργισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξοργισμένοι οι εξοργισμένες τα εξοργισμένα
      γενική των εξοργισμένων των εξοργισμένων των εξοργισμένων
    αιτιατική τους εξοργισμένους τις εξοργισμένες τα εξοργισμένα
     κλητική εξοργισμένοι εξοργισμένες εξοργισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοργισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξοργίζω, εξοργίζομαι

  Μετοχή επεξεργασία

εξοργισμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη εξοργίζομαι

  Μεταφράσεις επεξεργασία