Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοργίζω < αρχαία ελληνική ἐξοργίζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /e.ksoɾˈʝi.zo/

εξοργίζω (παθητική φωνή: εξοργίζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία