outrage
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
outrage (en)
- εξοργιστική προσβολή, κακοήθης επίθεση
- θυμός, οργή εξαιτίας μιας προσβολής
Ρήμα επεξεργασία
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
outrage | outrages |
outrage (fr) αρσενικό
- η περιύβριση, η προπηλάκιση, ο προπηλακισμός