outrageant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | outrageant | outrageants |
θηλυκό | outrageante | outrageantes |
Επίθετο
επεξεργασίαoutrageant (fr)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίαoutrageant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | outrageant | outrageants |
θηλυκό | outrageante | outrageantes |
outrageant (fr)
outrageant (fr)