προπηλακιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπηλακιστικός < ελληνιστική κοινή προπηλακιστικός < προπηλακιστής < προπηλακίζω
Επίθετο επεξεργασία
προπηλακιστικός
- που έχει σχέση με προπηλακισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπηλακιστικός