προπηλάκιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προπηλάκιση | οι | προπηλακίσεις |
γενική | της | προπηλάκισης* | των | προπηλακίσεων |
αιτιατική | την | προπηλάκιση | τις | προπηλακίσεις |
κλητική | προπηλάκιση | προπηλακίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προπηλακίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προπηλάκιση < αρχαία ελληνική προπηλάκισις < προπηλακίζω
Ουσιαστικό επεξεργασία
προπηλάκιση θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
προπηλάκιση
|