Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοργίζομαι < λείπει η ετυμολογία

εξοργίζομαι

  • καταλαμβάνομαι απότομα από μεγάλη οργή

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία