εξοργίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξοργίζομαι < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαεξοργίζομαι
- καταλαμβάνομαι απότομα από μεγάλη οργή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξοργίζομαι | εξοργιζόμουν(α) | θα εξοργίζομαι | να εξοργίζομαι | ||
β' ενικ. | εξοργίζεσαι | εξοργιζόσουν(α) | θα εξοργίζεσαι | να εξοργίζεσαι | (εξοργίζου) | |
γ' ενικ. | εξοργίζεται | εξοργιζόταν(ε) | θα εξοργίζεται | να εξοργίζεται | ||
α' πληθ. | εξοργιζόμαστε | εξοργιζόμαστε εξοργιζόμασταν |
θα εξοργιζόμαστε | να εξοργιζόμαστε | ||
β' πληθ. | εξοργίζεστε | εξοργιζόσαστε εξοργιζόσασταν |
θα εξοργίζεστε | να εξοργίζεστε | (εξοργίζεστε) | |
γ' πληθ. | εξοργίζονται | εξοργίζονταν εξοργιζόντουσαν |
θα εξοργίζονται | να εξοργίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξοργίστηκα | θα εξοργιστώ | να εξοργιστώ | εξοργιστεί | ||
β' ενικ. | εξοργίστηκες | θα εξοργιστείς | να εξοργιστείς | εξοργίσου | ||
γ' ενικ. | εξοργίστηκε | θα εξοργιστεί | να εξοργιστεί | |||
α' πληθ. | εξοργιστήκαμε | θα εξοργιστούμε | να εξοργιστούμε | |||
β' πληθ. | εξοργιστήκατε | θα εξοργιστείτε | να εξοργιστείτε | εξοργιστείτε | ||
γ' πληθ. | εξοργίστηκαν εξοργιστήκαν(ε) |
θα εξοργιστούν(ε) | να εξοργιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εξοργιστεί | είχα εξοργιστεί | θα έχω εξοργιστεί | να έχω εξοργιστεί | εξοργισμένος | |
β' ενικ. | έχεις εξοργιστεί | είχες εξοργιστεί | θα έχεις εξοργιστεί | να έχεις εξοργιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει εξοργιστεί | είχε εξοργιστεί | θα έχει εξοργιστεί | να έχει εξοργιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εξοργιστεί | είχαμε εξοργιστεί | θα έχουμε εξοργιστεί | να έχουμε εξοργιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε εξοργιστεί | είχατε εξοργιστεί | θα έχετε εξοργιστεί | να έχετε εξοργιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εξοργιστεί | είχαν εξοργιστεί | θα έχουν εξοργιστεί | να έχουν εξοργιστεί |