προκαλώ
Ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
Ρήμα
προκαλώ (παθητική φωνή: προκαλούμαι)
- γίνομαι η αιτία ενός γεγονότος, ασθένειας, συναισθήματος, δημιουργώ κάτι, προξενώ κάτι, επιφέρω
- το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο
- το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία
- καλώ κάποιον σε αντιπαράθεση
- σε προκαλώ να απαντήσεις!
- έχω προκλητική στάση
- είμαι επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό να δημιουργήσω διαμάχη
- οι οπαδοί της μιας ομάδας προκαλούσαν τους άλλους με βρισιές και χειρονομίες
- δημιουργώ αρνητικές εντυπώσεις
- αυτή η επίδειξη πλούτου προκαλεί το κοινό αίσθημα
- προσπαθώ να ερεθίσω σεξουαλικά
- ντύνεται έτσι γιατί της αρέσει να προκαλεί
- είμαι επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό να δημιουργήσω διαμάχη
- απρόκλητα
- απρόκλητος
- πρόκληση
- προκλητικά
- προκλητικός
- προκλητικότητα
- → δείτε τις λέξεις προ και καλώ
Μεταφράσεις
προκαλώ