προκαλώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προκαλώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προκαλῶ (καλώ να βγει μπροστά), συνηρημένος τύπος του προκαλέω (συνήθως στη μέση φωνή προκαλοῦμαι) < προ- + καλέω / καλῶ [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.kaˈlo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐λώ
Ρήμα
επεξεργασίαπροκαλώ, -είς, -εί..., αόρ.: προκάλεσα, παθ.φωνή: προκαλούμαι, π.αόρ.: προκλήθηκα
- γίνομαι η αιτία ενός γεγονότος, ασθένειας, συναισθήματος, δημιουργώ κάτι, προξενώ κάτι, επιφέρω
- ⮡ το κάπνισμα προκαλεί καρκίνο
- ⮡ το γεγονός αυτό προκαλεί ανησυχία
- καλώ κάποιον σε αντιπαράθεση
- ⮡ σε προκαλώ να απαντήσεις!
- έχω προκλητική στάση
- είμαι επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό να δημιουργήσω διαμάχη
- ⮡ οι οπαδοί της μιας ομάδας προκαλούσαν τους άλλους με βρισιές και χειρονομίες
- δημιουργώ αρνητικές εντυπώσεις
- ⮡ αυτή η επίδειξη πλούτου προκαλεί το κοινό αίσθημα
- προσπαθώ να ερεθίσω σεξουαλικά
- ⮡ ντύνεται έτσι γιατί του αρέσει να προκαλεί
- είμαι επιθετικός απέναντι σε κάποιον με σκοπό να δημιουργήσω διαμάχη
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία προκαλώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προκαλώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας