προκαλούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.kaˈlu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐κα‐λού‐μαι
- ομόηχο: προκαλούμε
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαπροκαλούμαι, π.αόρ.: προκλήθηκα
- παθητική φωνή του ρήματος προκαλώ
Δείτε επίσης : προκαλοῦμαι |
προκαλούμαι, π.αόρ.: προκλήθηκα