cause
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cause | causes |
cause (en)
- το αίτιο, η αιτία, το πρόσωπο ή το πράγμα που κάνει κάτι να συμβεί
- ↪ They are doing research on the causes of cancer.
- Κάνουν έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.
- ↪ cause and effect - αιτία και αποτέλεσμα
- ↪ They are doing research on the causes of cancer.
- ο σκοπός, η υπόθεση για την οποία κάποιος αγωνίζεται
- ↪ Those who laid down their lives for the cause of the people/of peace.
- Εκείνοι που θυσιάστηκαν για την υπόθεση του λαού/της ειρήνης.
- ↪ Those who laid down their lives for the cause of the people/of peace.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | cause |
γ΄ ενικό ενεστώτα | causes |
αόριστος | caused |
παθητική μετοχή | caused |
ενεργητική μετοχή | causing |
cause (en)
- προκαλώ ένα γεγονός, προξενώ
- ↪ What caused his death/the accident?
- Τι προκάλεσε το θάνατό του/το δυστύχημα;
- ↪ Her absence caused her family a lot of anxiety.
- Η απουσία της προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια της.
- ↪ The hatred caused by racial prejudices…
- Το μίσος που προκαλείται από φυλετικές προκαταλήψεις…
- ↪ The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.
- Το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
- ↪ What caused this rash on your face?
- Τι προκάλεσε αυτή την κοκκινίλα στο πρόσωπό σου;
- ↪ The floods caused much damage.
- Οι πλημμύρες προξένησαν μεγάλες ζημίες.
- ≈ συνώνυμα: bring, bring about, bring on και generate
- ↪ What caused his death/the accident?
Σύνδεσμος
επεξεργασίαcause (en)
- άλλη μορφή του because
Πηγές
επεξεργασία- cause (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- cause (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- cause (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 740, 743, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: προκαλώ, προξενώ, υπόθεση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cause | causes |
cause (fr)