Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɔz/ & /kʰɔːz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

cause (en)

  1. το αίτιο, η αιτία, το πρόσωπο ή το πράγμα που κάνει κάτι να συμβεί
    ⮡  They are doing research on the causes of cancer.
    Κάνουν έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.
    ⮡  cause and effect - αιτία και αποτέλεσμα
  2. ο σκοπός, η υπόθεση για την οποία κάποιος αγωνίζεται
    ⮡  Those who laid down their lives for the cause of the people/of peace.
    Εκείνοι που θυσιάστηκαν για την υπόθεση του λαού/της ειρήνης.
ενεστώτας cause
γ΄ ενικό ενεστώτα causes
αόριστος caused
παθητική μετοχή caused
ενεργητική μετοχή causing

cause (en)

  • προκαλώ ένα γεγονός, προξενώ
    ⮡  What caused his death/the accident?
    Τι προκάλεσε το θάνατό του/το δυστύχημα;
    ⮡  Her absence caused her family a lot of anxiety.
    Η απουσία της προκάλεσε μεγάλη ανησυχία στην οικογένεια της.
    ⮡  The hatred caused by racial prejudices…
    Το μίσος που προκαλείται από φυλετικές προκαταλήψεις…
    ⮡  The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.
    Το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
    ⮡  What caused this rash on your face?
    Τι προκάλεσε αυτή την κοκκινίλα στο πρόσωπό σου;
    ⮡  The floods caused much damage.
    Οι πλημμύρες προξένησαν μεγάλες ζημίες.
     συνώνυμα:  bring, bring about, bring on και generate

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

cause (en)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
cause < λατινική causa

Σημειώσεις

επεξεργασία
Από τη λατινική λέξη causa προέρχεται επίσης και η γαλλική chose.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /koz/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
cause causes

cause (fr)

Εκφράσεις

επεξεργασία