↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίτιο τα αίτια
      γενική του αιτίου
αίτιου
των αιτίων
    αιτιατική το αίτιο τα αίτια
     κλητική αίτιο αίτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αίτιο < αρχαία ελληνική αἴτιον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈe.ti.o/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αίτιο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

αίτιο αρσενικό