βαθύτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαθύτερος | η | βαθύτερη | το | βαθύτερο |
γενική | του | βαθύτερου | της | βαθύτερης | του | βαθύτερου |
αιτιατική | τον | βαθύτερο | τη | βαθύτερη | το | βαθύτερο |
κλητική | βαθύτερε | βαθύτερη | βαθύτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαθύτεροι | οι | βαθύτερες | τα | βαθύτερα |
γενική | των | βαθύτερων | των | βαθύτερων | των | βαθύτερων |
αιτιατική | τους | βαθύτερους | τις | βαθύτερες | τα | βαθύτερα |
κλητική | βαθύτεροι | βαθύτερες | βαθύτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαθύτερος: Μορφολογικά αναλύεται σε βαθ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του βαθύς. Δείτε το αρχαίο βαθύ-τερος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈθi.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θύ‐τε‐ρος
Επίθετο
επεξεργασίαβαθύτερος, -η, -ο (και πιο βαθύς)
- που είναι κυριολεκτικά πιο βαθύς
- ⮡ Ο ποταμός είναι βαθύτερος σε αυτό το σημείο.
- που δεν είναι τόσο επιφανειακός, που πρέπει να αναλυθεί σε βαθύτερο επίπεδο
- ⮡ Τα αίτια είναι βαθύτερα και το πρόβλημα φοβάμαι ότι δεν είναι και τόσο απλό να αντιμετωπιστεί.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαβαθύτερος, -α, -ον
- συγκριτικός βαθμός του βαθύς
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ποιητικός τύπος: βαθίων
Πηγές
επεξεργασία- βαθύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.