χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθύτερος η βαθύτερη το βαθύτερο
      γενική του βαθύτερου της βαθύτερης του βαθύτερου
    αιτιατική τον βαθύτερο τη βαθύτερη το βαθύτερο
     κλητική βαθύτερε βαθύτερη βαθύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθύτεροι οι βαθύτερες τα βαθύτερα
      γενική των βαθύτερων των βαθύτερων των βαθύτερων
    αιτιατική τους βαθύτερους τις βαθύτερες τα βαθύτερα
     κλητική βαθύτεροι βαθύτερες βαθύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθύτερος: Μορφολογικά αναλύεται σε βαθ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του βαθύς. Δείτε το αρχαίο βαθύ-τερος.

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈθi.te.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐θύ‐τε‐ρος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαθύτερος, -η, -ο (και πιο βαθύς)

  1. που είναι κυριολεκτικά πιο βαθύς
    ⮡  Ο ποταμός είναι βαθύτερος σε αυτό το σημείο.
  2. που δεν είναι τόσο επιφανειακός, που πρέπει να αναλυθεί σε βαθύτερο επίπεδο
    ⮡  Τα αίτια είναι βαθύτερα και το πρόβλημα φοβάμαι ότι δεν είναι και τόσο απλό να αντιμετωπιστεί.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βαθύτερος βαθυτέρ τὸ βαθύτερον
      γενική τοῦ βαθυτέρου τῆς βαθυτέρᾱς τοῦ βαθυτέρου
      δοτική τῷ βαθυτέρ τῇ βαθυτέρ τῷ βαθυτέρ
    αιτιατική τὸν βαθύτερον τὴν βαθυτέρᾱν τὸ βαθύτερον
     κλητική ! βαθύτερε βαθυτέρ βαθύτερον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βαθύτεροι αἱ βαθύτεραι τὰ βαθύτερ
      γενική τῶν βαθυτέρων τῶν βαθυτέρων τῶν βαθυτέρων
      δοτική τοῖς βαθυτέροις ταῖς βαθυτέραις τοῖς βαθυτέροις
    αιτιατική τοὺς βαθυτέρους τὰς βαθυτέρᾱς τὰ βαθύτερ
     κλητική ! βαθύτεροι βαθύτεραι βαθύτερ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βαθυτέρω τὼ βαθυτέρ τὼ βαθυτέρω
      γεν-δοτ τοῖν βαθυτέροιν τοῖν βαθυτέραιν τοῖν βαθυτέροιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βαθύτερος: βαθύ(ς) + -τερος

  Επίθετο

επεξεργασία

βαθύτερος, -α, -ον

Άλλες μορφές

επεξεργασία