βαθύτερος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαχωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός | ||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαθύτερος | η | βαθύτερη | το | βαθύτερο |
γενική | του | βαθύτερου | της | βαθύτερης | του | βαθύτερου |
αιτιατική | τον | βαθύτερο | τη | βαθύτερη | το | βαθύτερο |
κλητική | βαθύτερε | βαθύτερη | βαθύτερο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαθύτεροι | οι | βαθύτερες | τα | βαθύτερα |
γενική | των | βαθύτερων | των | βαθύτερων | των | βαθύτερων |
αιτιατική | τους | βαθύτερους | τις | βαθύτερες | τα | βαθύτερα |
κλητική | βαθύτεροι | βαθύτερες | βαθύτερα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαθύτερος < βαθ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του βαθύς
Επίθετο
επεξεργασίαβαθύτερος, -η, -ο (και πιο βαθύς)
- που είναι κυριολεκτικά πιο βαθύς
- Ο ποταμός είναι βαθύτερος σε αυτό το σημείο
- που δεν είναι τόσο επιφανειακός, που πρέπει να αναλυθεί σε βαθύτερο επίπεδο
- Τα αίτια είναι βαθύτερα και το πρόβλημα φοβάμαι ότι δεν είναι και τόσο απλό να αντιμετωπιστεί