Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βαθύτερος η βαθύτερη το βαθύτερο
      γενική του βαθύτερου της βαθύτερης του βαθύτερου
    αιτιατική τον βαθύτερο τη βαθύτερη το βαθύτερο
     κλητική βαθύτερε βαθύτερη βαθύτερο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βαθύτεροι οι βαθύτερες τα βαθύτερα
      γενική των βαθύτερων των βαθύτερων των βαθύτερων
    αιτιατική τους βαθύτερους τις βαθύτερες τα βαθύτερα
     κλητική βαθύτεροι βαθύτερες βαθύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθύτερος < βαθ-ύτερος, συγκριτικός βαθμός του βαθύς

  Επίθετο επεξεργασία

βαθύτερος, -η, -ο (και πιο βαθύς)

  1. που είναι κυριολεκτικά πιο βαθύς
    Ο ποταμός είναι βαθύτερος σε αυτό το σημείο
  2. που δεν είναι τόσο επιφανειακός, που πρέπει να αναλυθεί σε βαθύτερο επίπεδο
    Τα αίτια είναι βαθύτερα και το πρόβλημα φοβάμαι ότι δεν είναι και τόσο απλό να αντιμετωπιστεί

  Μεταφράσεις επεξεργασία