βαθύς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαθύς | η | βαθιά & βαθεία |
το | βαθύ |
γενική | του | βαθιού, βαθύ & βαθέος |
της | βαθιάς & βαθείας |
του | βαθιού, βαθύ & βαθέος |
αιτιατική | τον | βαθύ | τη | βαθιά & βαθεία |
το | βαθύ |
κλητική | βαθύ | βαθιά & βαθεία |
βαθύ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαθιοί & βαθείς |
οι | βαθιές & βαθείες |
τα | βαθιά & βαθέα |
γενική | των | βαθιών & βαθέων |
των | βαθιών & βαθειών |
των | βαθιών & βαθέων |
αιτιατική | τους | βαθιούς & βαθείς |
τις | βαθιές & βαθείες |
τα | βαθιά & βαθέα |
κλητική | βαθιοί & βαθείς |
βαθιές & βαθείες |
βαθιά & βαθέα | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Οι τύποι της δεύτερης σειράς, λόγιοι, κατεβάζουν τον τόνο όπως στην αρχαία κλίση Χρησιμοποιούνται σε παγιωμένες εκφράσεις ή όρους. | ||||||
Κατηγορία όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαθύς < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βαθύς < πιθανόν πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vaˈθis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θύς
Επίθετο
επεξεργασίαβαθύς, -ιά, -ύ
- επίθετο που χρησιμοποιείται για να περιγράψει την φυσική ιδιότητα ενός ουσιαστικού ως προς:
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- βαθυ- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαθυ- στο Βικιλεξικό
- βαθιο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα βαθιο- στο Βικιλεξικό
- βαθομέτρηση
- βαθομετρικός
- βαθόμετρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία βαθύς
|
Πηγές
επεξεργασία- βαθύς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βαθύς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαγένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | βαθῠ́ς | ἡ | βαθεῖᾰ | τὸ | βαθῠ́ |
γενική | τοῦ | βαθέος | τῆς | βαθείᾱς | τοῦ | βαθέος |
δοτική | τῷ | (βαθέϊ) βαθεῖ | τῇ | βαθείᾳ | τῷ | (βαθέϊ) βαθεῖ |
αιτιατική | τὸν | βαθῠ́ν | τὴν | βαθεῖᾰν | τὸ | βαθῠ́ |
κλητική ὦ! | βαθῠ́ | βαθεῖᾰ | βαθῠ́ | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | (βαθέες) βαθεῖς | αἱ | βαθεῖαι | τὰ | βαθέᾰ |
γενική | τῶν | βαθέων | τῶν | βαθειῶν | τῶν | βαθέων |
δοτική | τοῖς | βαθέσῐ(ν) | ταῖς | βαθείαις | τοῖς | βαθέσῐ(ν) |
αιτιατική | τοὺς | βαθεῖς | τὰς | βαθείᾱς | τὰ | βαθέᾰ |
κλητική ὦ! | (βαθέες) βαθεῖς | βαθεῖαι | βαθέᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαθέε (βαθεῖ) | τὼ | βαθείᾱ | τὼ | βαθέε (βαθεῖ) |
γεν-δοτ | τοῖν | βαθέοιν | τοῖν | βαθείαιν | τοῖν | βαθέοιν |
Οι ασυναίρετοι τύποι όπως στο παράδειγμα του Smyth. Ο συνηρημένος δυϊκός, όπως στο σχολικό βιβλίο (Οικονόμου). | ||||||
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'βαθύς' όπως «βαθύς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βαθύς < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαβαθύς, -εῖα, -ύ
Συγγενικά
επεξεργασία- βαθυ- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα βαθυ- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις βαθυ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Πηγές
επεξεργασία- βαθύς - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαθύς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.