Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
βαθούλωμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
βαθούλωμα
τα
βαθουλώμα
τ
α
γενική
του
βαθουλώμα
τ
ος
των
βαθουλωμά
τ
ων
αιτιατική
το
βαθούλωμα
τα
βαθουλώμα
τ
α
κλητική
βαθούλωμα
βαθουλώμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
βαθούλωμα
<
βαθουλώνω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
βαθούλωμα
ουδέτερο
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
τού
βαθουλώνω
Συνώνυμα
επεξεργασία
βάθεμα
κοιλότητα
κοίλωμα
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
βαθουλώνω
,
βαθουλός
και
βάθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
βαθούλωμα
αγγλικά
:
concavity
(en)
,
dent
(en)
γαλλικά
:
creux
(fr)