κοίλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κοίλωμα < αρχαία ελληνική κοίλωμα
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈci.lo.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοί‐λω‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοίλωμα ουδέτερο
- άλλη μορφή του κοιλότητα
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοίλωμα
|