Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

βαθουλώνω < βαθουλός + -ώνω < μεσαιωνική ελληνική βαθουλός < αρχαία ελληνική βαθύς

  Ρήμα επεξεργασία

βαθουλώνω(παθητική φωνή βαθουλώνομαι)

  1. δημιουργώ ένα βαθούλωμα σε μια επιφάνεια, κάνω κάτι κοίλο, δημιουργώ μια κοιλότητα
  2. (με μεσοπαθητική σημασία) γίνομαι κοίλος
    βαθούλωσαν τα μάτια της από τον πολυήμερο πυρετό

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία