βάθος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βάθος | τα | βάθη |
γενική | του | βάθους | των | βαθών |
αιτιατική | το | βάθος | τα | βάθη |
κλητική | βάθος | βάθη | ||
όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βάθος < αρχαία ελληνική βάθος < βαθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βάθος, βαθύς)
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βάθος ουδέτερο
- η διάσταση μιας κοιλότητας από το πάνω στόμιό της προς τα κάτω
- το βάθος του πηγαδιού είναι δέκα μέτρα
- (για υγρά) η απόσταση από την επιφάνεια έως τον βυθό
- εδώ η λίμνη έχει μεγάλο βάθος
- η οριζόντια διάσταση μιας κοιλότητας όπως φαίνεται από το μπροστά στόμιό της
- το σπήλαιο έχει ανυπολόγιστο βάθος
- (Ορολογία) το (μαθηματικό) σύνολο των χαρακτηριστικών που (συν)αποτελούν μια έννοια (ο ορισμός έχει διεθνώς τυποποιηθεί με το πρότυπο ISO 1087-1:2000)
- ≈ συνώνυμα: ένταση
- Παραδείγματα
- βάθος της (ατομικής) έννοιας «Πανεπιστήμιο Αθηνών» είναι το σύνολο χαρακτηριστικών:
- Β = {είναι πανεπιστήμιο, είναι στην Αθήνα, ιδρύθηκε το 1837, το πλήρες όνομά του είναι «Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών» από το όνομα του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας Ιωάννη Καποδίστρια...}
- βάθος της (γενικής) έννοιας «φυσικός αριθμός» είναι το σύνολο χαρακτηριστικών:
- Β = {είναι αριθμός, χρησιμοποιείται για την απαρίθμηση (μέτρημα) αντικειμένων...}
- ≈ συνώνυμα: ένταση
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κατά βάθος: αντίθετα με την εντύπωση που θα μπορούσε να σχηματίσει κάποιος δίνοντας σημασία μόνο στα επιφανειακά: πέρα από την επιφάνεια, στην πραγματικότητα
- στα βάθη: σε απομακρυσμένα σημεία που βρίσκονται στο εσωτερικό ενός εκτεταμένου χώρου
- ταξιδέψαμε στα βάθη της Μικράς Ασίας...
Επεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροιΕπεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
βάθος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
βάθος < βαθύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰewb- (βάθος, βαθύς)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
βάθος ουδέτερο
- η απόσταση από την επιφάνεια μέχρι τον πυθμένα ή γενικότερα η απόσταση στον κατακόρυφο άξονα που χωρίζει τον παρατηρητή / σημείο αναφοράς από το κατώτερο σημείο αυτού του άξονα.
- (μεταφορικά) η έκταση των πραγμάτων